ἀριστοκρατῶν

ἀριστοκρατῶν
ἀριστοκράτης
aristocrat
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀριστοκρατῶν — Ἀριστοκράτης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • αλκαίος — I (Μυτιλήνη 640 – 570 π.Χ.).Λυρικός ποιητής. O Α. έζησε σε μια εποχή δύσκολη για τις ελληνικές πόλεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, εξαιτίας της αντίθεσης των μεγάλων αριστοκρατικών γενών, που μετάτην κατάργηση της… …   Dictionary of Greek

  • αριστοκρατικός — ή, ό (Α ἀριστοκρατικός, ή, όν) [αριστοκρατία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στη τάξη των ευγενών, ευπατρίδης, αριστοκράτης 2. ο οπαδός του αριστοκρατικού πολιτεύματος 3. αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε αριστοκράτες 4. αυτός που αναφέρεται σε… …   Dictionary of Greek

  • αριστοκρατώ — ἀριστοκρατῶ ( έω) (Μ), ἀριστοκρατοῡμαι (Α) [αριστοκρατία] ανήκω στην τάξη των αριστοκρατών αρχ. ἀριστοκρατοῡμαι κυβερνιέμαι από τους αρίστους, τους ευγενείς, ζω σε πόλη με αριστοκρατικό πολίτευμα …   Dictionary of Greek

  • δον — Ονομασία ποταμών της Ευρώπης. Βλ. λ. Ντον. * * * και δομ (θηλ. δόνα) 1. τιμητικός τίτλος που αρχικά αποδιδόταν σε πάπες και αργότερα στους κληρικούς ή μοναχούς τής καθολικής Εκκλησίας 2. τίτλος ηγεμόνων και αριστοκρατών που αργότερα καθιερώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καρολιγγειανός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δυναστεία ή στην εποχή τών Καρολιγγείων ή Καρολιγγειανών, οικογένειας Φράγκων αριστοκρατών, η οποία βασίλευσε στη δυτική Ευρώπη στα τέλη τού 8ου και τις αρχές τού 9ου αιώνα («καρολιγγειανή τέχνη») …   Dictionary of Greek

  • κράνειον — Ονομασία ανατολικού προαστίου της Κορίνθου κατά την αρχαιότητα. Παρότι η ακριβής τοποθεσία του δεν είναι γνωστή, είναι βέβαιο ότι τα σπίτια του ήταν χτισμένα κάτω από τον δρόμο που οδηγούσε από την Κόρινθο στο επίνειο των Κεγχρεών. Το Κ. ήταν η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”